- μειωτικῶς
- μειωτικόςloweringadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μειωτικός — ή, ό (Α μειωτικός, ή, όν) [μειωτός] 1. αυτός που επιφέρει μείωση 2. ταπεινωτικός, εξευτελιστικός αρχ. 1. αυτός που υποβιβάζει κάτι κατά την περιγραφή 2. αυτός που υφίσταται ελάττωση, μείωση, παρακμή. επίρρ... μειωτικώς (Α μειωτικῶς) με μειωτικό… … Dictionary of Greek